ἐπιρρηματικάς — ἐπιρρηματικά̱ς , ἐπιρρηματικός adverbial fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαστος — ἄλαστος, ον (Α) 1. (για καταστάσεις) α. αλησμόνητος, αξέχαστος β. αφόρητος, δεινός 2. (για πρόσωπα) α. δημιουργός αλησμόνητων έργων, αλησμόνητος β. καταραμένος, άθλιος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἄλαστον ακατάπαυστα 4. φρ. «ὀδύρομαι ἄλαστον», θρηνώ … Dictionary of Greek
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
κραγόν — (AM, Α και κράγον) επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. τού κραγός*, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., τού οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)] … Dictionary of Greek
λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… … Dictionary of Greek
νης — νῆς και δωρ. τ. νᾱς (Α) επίρρ. την τρίτη ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαφορετικό τ. τής λ. ἔνης «την τρίτη ημέρα», γεν. θηλ. τού ἔνος* (ΙΙ) που χρησιμοποιείται επιρρηματικά] … Dictionary of Greek
πέλας — Α επίρρ. 1. κοντά, πλησίον («ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο», Ομ. Οδ.) 2. (ως ουσ. αρσ. πληθ.) οἱ πέλας α) οι γείτονες β) οι όμοιοι 3. φρ. «τὰ τῶν πέλας κακά» οι ξένες δυστυχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πέλăς ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα *pelā / pelә2… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek